- θυμοβάρβαρος
- θυμοβάρβαρος, -ον (Μ)αυτός που έχει βάρβαρη ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο-* + βάρβαρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ … Dictionary of Greek